πολυκμήτου

πολυκμήτου
πολύκμητος
wrought with much toil
masc/fem/neut gen sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • πολύκμητος — ον, Α 1. ο επεξεργασμένος με πολύ κόπο («... χαλκός τε χρυσός τε πολύκμητός τε σίδηρος», Ομ. Ιλ.) 2. καλοδουλεμένος, επεξεργασμένος με πολλή προσοχή («...ἐπ οὐδοῦ ἷζε πολυκμήτου θαλάμοιο», Απολλ. Ρόδ.) 3. επίπονος, γεμάτος κόπο («ἐς πολέμοιο… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”